- σπαθίουρος
- ὁ, Α1. αυτός που έχει ουρά όμοια με σπαθί2. ονομασία ζώου που σκοτώνει ποντικούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < σπαθίον + -ουρος (< οὐρά), πρβλ. τράχ-ουρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπαθίουρος — sword tail masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαθιούρου — σπαθίουρος sword tail masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)